καλόττα

καλόττα
η тулья шляпы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καλόττα" в других словарях:

  • καλόττα — και καλότα, η 1. κάλυμμα τής κεφαλής, σκουφί 2. (ειδ.) το μικρό κόκκινο σκουφί τών ρωμαιοκαθολικών ιερέων 3. το κύριο τμήμα τού γυναικείου καπέλου που περιβάλλει την κεφαλή, σε αντιδιαστολή προς τον γύρο, κν. τεπές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. calotte] …   Dictionary of Greek

  • καλότα — η βλ. καλόττα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»